Αληθινές ιστορίες από την παρανομία και τον υπόκοσμο της Κλασικής Περιόδου.
εν λέμε κάτι καινούργιο, εννοείται ότι όπως σε κάθε κοινωνία, έτσι και στην αρχαία αθηναϊκή θα υπήρχε έγκλημα και υπόκοσμος, αλλά πόσο μαγικό στην περίπτωσή μας, όλο αυτό να περιγράφεται μέσα απ’ τους λόγους του Δημοσθένη, του Ισοκράτη και του Λυσία.
Για να πάρουμε, λοιπόν, μία ιδέα από Αρχαία Αθήνα, ρίχνουμε μία ματιά στους δικανικούς λόγους της εποχής, γεμάτοι από δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και ένα σωρό άλλα εγκλήματα και απατεωνιές
Δες μερικές αληθινές ιστορίες απ’ την παρανομία της εποχής:Δολοφόνος
Ένα κάθαρμα της εποχής, κάποιος Διοκλής ιδιοποιείται με το έτσι θέλω μία κληρονομιά και προκειμένου να ξεφορτωθεί τον νόμιμο διεκδικητή της που ετοιμαζόταν να τον τρέξει στα δικαστήρια, διατάζει έναν δούλο του να τον δολοφονήσει. Ο δούλος όντως τον σκοτώνει και ο Διοκλής, για να τον προστατέψει -αλλά κυρίως για να προστατέψει το τομάρι του- τον κρύβει σε κάποια πόλη, μακριά απ’ την Αθήνα. Στη συνέχεια, για να θολώσει τα νερά κατηγορεί τη χήρα του δολοφονημένου ότι αυτή τον σκότωσε. Το περιστατικό περιγράφεται σε μία ομιλία του Ισαίου (420-352 π.Χ), την Περί Κίρωνος και από ό, τι φαίνεται, ξεκινάμε καλά.
Ο εφοπλιστής που προσπάθησε να βυθίσει το πλοίο του
© iStock
Και εκείνη την εποχή τα εγκλήματα ποικίλαν και για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό, θα μιλήσουμε για ένα περιστατικό που θυμίζει πολύ «υπόθεση Ρίχτερ», Κούρκουλο μαινόμενο μέσα σε ένα κρεσέντο αταλαντοσύνης και Κατράκη που πνίγει τους ίδιους τους ναυτικούς του για την αποζημίωση.
Κάποιος Ηγίστρατος είχε ένα καράβι και μαζί με τον συνεργό του, κάποιον Ζηνόθεμι, θα παραλάβουν κάποια εμπορεύματα προκειμένου να τα μεταφέρουν δια θαλάσσης (προφανώς). Αυτοί όμως θα τα στείλουν με ασφάλεια στο σπίτι τους στη Μασσαλία (Ελλάδα είναι μέχρι την Γαλλία) και θα αποφασίσουν να βουλιάξουν το πλοίο τους, μετά από μερικές ημέρες ταξιδιού, έτσι για το ξεκάρφωμα. Να κάνουν δηλαδή ότι δήθεν το φορτίο χάθηκε μαζί με το πλοίο που βούλιαξε.
Όσο βρίσκονται στη θάλασσα, λοιπόν, και το ταξίδι βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Ηγίστρατος θα κατέβει στο αμπάρι και θα προσπαθήσει να ανοίξει μία τρύπα. Οι υπόλοιποι επιβάτες όμως θα τον πάρουν χαμπάρι και εκείνος, προκειμένου να γλιτώσει απ’ το λιντσάρισμα, θα βουτήξει στη θάλασσα, από όπου όμως τελικά δεν θα τη γλιτώσει (γενικά). Κάτι το σκοτάδι, κάτι ότι έπεσε σε λάθος μέρος, μακριά από εκεί όπου σερνόταν η βοηθητική βάρκα πίσω απ’ το πλοίο, τελικά θα πνιγεί.
Αυτή η πλεκτάνη περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στον λόγο του Δημοσθένη με τίτλο Κατά Ζηνοθέμιδος, όπου και αποδεικνύεται ότι οι δύο αρχαίοι άνθρωποι του επιχειρείν, ήθελαν με τη δικαιολογία κάποιας πιθανής καταιγίδας ή κάποιου ύφαλου, να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι το καράβι δεν άντεξε και έφυγε για τον πάτο. Οι υπόλοιποι επιβάτες όμως, όταν κατάλαβαν ότι ένας τρελός έσκαβε στο αμπάρι για να τους βυθίσει, δεν έδειξαν να συμμερίζονται και τόσο τον ενθουσιασμό τους για την πρωτότυπη ιδέα τους.
Εντρεπρενέρς. Δεν τους εκτίμησε ποτέ πραγματικά αυτός ο γιδότοπος.
Γιωτοσυκοφάντες
Ένα ακόμη φονικό συναντάμε και στον Ισοκράτη ή μάλλον, παραλίγο φονικό, γιατί η υπόθεση πιο πολύ θυμίζει κακό σκετσάκι μέτριου YouTuber που σύντομα θα αρχίσει τις live αρπαχτές. Δυο τύποι, ο Καλλίμαχος και ο Κρατίνος, έχουν κάποιες διαφορές και προκειμένου ο πρώτος να τελειώνει με τον δεύτερο, παίρνει την ίδια του τη δούλα, την κρύβει στο υπόγειο και κατηγορεί τον Κρατίνο ότι την σκότωσε, σπάζοντάς της το κεφάλι.
Ο Κρατίνος, αν και μαθαίνει ότι ο Καλλίμαχος είναι έτοιμος να τον κατηγορήσει για ένα τόσο σοβαρό έγκλημα στο δικαστήριο, δεν κάνει τίποτα και απλά περιμένει, ζεν εντελώς. Έτσι, τη μέρα της δίκης, όταν ο Καλλίμαχος και ο κουνιάδος του ορκίζονται μπροστά στο δικαστήριο ότι η δούλα τους είναι νεκρή, εκείνος πηγαίνει με φίλους του στο σπίτι του, το κάνουν άνω κάτω, τη βρίσκουν ολοζώντανη και τη σέρνουν στα δικαστήρια.
Τόσο άμπαλοι που σχεδόν τους λυπάσαι.
Ξυλοδαρμός στη μέση του δρόμου
© iStock
Πληροφορίες για το πώς δρούσε μια συμμορία της εποχής μας έρχονται από τον Δημοσθένη στο λόγο του Κατά Κόνωνος.
Υπήρχε, λοιπόν, ένας τύπος, ο Αρίστωνας, ο οποίος είχε μπει στο μάτι μιας τέτοιας παρέα χουλιγκάνων. Όσο ήταν όλοι μαζί στο στρατό έπεφτε θύμα της καφρίλας τους, αλλά όχι μόνος αυτός, σχεδόν όποιος μιλούσε ελληνικά (αρχαία). Οι τύποι αυτοί γίνονταν λιώμα απ’ το πρωί, τα βάζανε και χτυπούσανε τους πάντες, πετώντας ακόμη και στο κεφάλι τους τα καθίκια τους (ξέρεις, αυτά τα σκεύη μέσα στα οποία έκαναν την ανάγκη τους οι αρχαίοι). Κάποτε, λοιπόν, τα έβαλαν και αποκλειστικά μαζί του επειδή τους κάρφωσε στους ανώτερούς τους, εισβάλλοντας στη σκηνή του και ξυλοκοπώντας τον άγρια.
Τα χειρότερα όμως για τον Αρίστωνα ήρθαν λίγο καιρό αργότερα. Μια μέρα, καθώς περπατούσε στην πόλη παρέα με έναν φίλο του, τον Φανόστρατο, έπεσε στην αντίληψη του αρχηγού της συμμορίας, του Κτησία (γιου του Κόνωνα για τον οποίο έχει γραφτεί ο λόγος). Αυτός ο τραμπούκος τρέχει να φωνάξει τους υπόλοιπους χουλιγκάνους που κάπου τρώγανε, και να τι ακολούθησε, σύμφωνα με όσα διηγήθηκε ο ίδιος ενώπιον του δικαστηρίου:
«Μόλις συναπαντηθήκαμε, κάποιος απ’ αυτούς, ένας που δεν τον γνώριζα, επιτίθεται στον Φανόστρατο και τον ακινητοποιεί, ενώ ο κατηγορούμενος Κόνων και ο γιος του και ο γιος του Ανδρομένη όρμησαν επάνω μου. Το πρώτο που έκαναν ήταν να μου βγάλουν το ιμάτιο. Έπειτα, αφού με ανέτρεψαν και με πέταξαν μέσα στο βόρβορο, με κακοποίησαν τόσο, ποδοπατώντας με και βιαιοπραγώντας εις βάρος μου, ώστε να μου σκίσουν το χείλος και να μου βουλώσουν τα μάτια. Με εγκατέλειψαν μάλιστα σε τέτοιο χάλι ώστε να μην μπορώ ούτε να σηκωθώ ούτε να μιλήσω. Και όπως ήμουνα πεσμένος κάτω, τους άκουγα που έλεγαν πολλά και φοβερά. Τα περισσότερα ήσαν βωμολοχίες (…) Αυτός (ο Κόνων), λοιπόν, μιμούμενος τα κοκόρια που νικούν, έκανε πως λαλεί, ενώ οι άλλοι του ζητούσαν, αντί με φτερά, να χτυπάει με τους αγκώνες τα πλευρά. Στη συνέχεια εγώ μεταφέρθηκα από περαστικούς στο σπίτι μου ημίγυμνος, ενώ αυτοί επήραν το ιμάτιό μου και εξαφανίστηκαν».
Μαζεύουν τον Αρίστωνα από κάτω, τον πάνε σπίτι του, αλλά με το που τον βλέπει η μάνα του μέσα στο αίμα αρχίζει να ουρλιάζει. Τον τρέχουν τότε οι γείτονες σε ένα δημόσιο λουτρό, τον πλένουν, αλλά τίποτα αυτός, έτοιμος να χαιρετήσει για Άδη, δεν συνέρχεται με τίποτα. Τον πάνε τότε στο σπίτι ενός άλλου τύπου, και ενώ εκείνος καίγεται στον πυρετό για μέρες, κι έχει τρομερούς πόνους στην κοιλιά, ο φόβος να πεθάνει γίνεται πια ορατός. Σκέψου δηλαδή πόσο εύκολα πέθαιναν οι άνθρωποι, πριν ακόμα προχωρήσει η επιστήμη και ανακαλύψουν πώς να γκουγκλάρουν οι ίδιοι τις ασθένειές τους.
Ευτυχώς πάντως, μια αιμορραγία φαίνεται θα αποσυμφορήσει την κατάστασή του και τελικά θα σωθεί. Με τα καθάρματα δεν μάθαμε ποτέ τι συνέβη, αν καταδικάστηκαν ή όχι.
Συμμορίες
Ναι, η αρχαία Αθήνα είχε συμμορίες, χωρίς μηχανάκια, αλυσίδες και διαλόγους Πάνου Μιχαλόπουλου, αλλά είχαν και αυτές την καλτίλα που τους αναλογούσε. Σκέψου μόνο ότι μία απ’ τις πιο γνωστές συμμορίες τη λέγανε «Στητά Πέη» (Ιθύφαλλοι), πόση περηφάνια γι’ αυτόν τον τόπο; Αυτοί οι τύποι, μαζί με τους «Ψειριάρηδες», μία άλλη συμμορία, επιδίδονταν συνήθως στο να προκαλούν καυγάδες στους δρόμους της Αθήνας και μέσα στα πορνεία για τον έρωτα κάποιας (τι άλλο;) πόρνης.
Ωστόσο, υπήρχε και μια τρίτη συμμορία πιο σκληρή, οι Τριβαλλοί οι οποίοι επιδίδονταν σε κλοπές πραγμάτων, όχι τόσο μεγάλης αξίας, αλλά που προκαλούσαν αποτροπιασμό στους θεοσεβούμενους της εποχής. Για παράδειγμα έκλεβαν τα αμελέτητα των γουρουνιών που προορίζονταν για θυσίες πριν από τη συνέλευση ή τα φαγητά απ’ τα Τρίστρατα της Εκάτης, δηλαδή φαγητά που προορίζονταν για τους φτωχούς και εναποθέτονταν ακριβώς πριν απ’ την αρχή κάθε μήνα, το τελευταίο βράδυ χωρίς σελήνη.
Λαμογιές με τα εξοπλιστικά
Επίσης ωραίες περιπτώσεις ήταν και οι υπεξαιρέσεις δημοσίου χρήματος, όπου εδώ έχουμε ένα περιστατικό όπου αφορούσε τα εξοπλιστικά προγράμματα της εποχής. Το 353 π.Χ ο θησαυροφύλακας του ταμείου για την κατασκευή πλοίων θα το σκάσει με τα χρήματα, δυόμιση τάλαντα, ποσό τεράστιο για την εποχή, αναστέλλοντας έτσι τον εξοπλισμό τριηρών. Ο προδότης θα διαφύγει στο εξωτερικό, θα καταφέρει να σβήσει τα ίχνη του και θα ζήσει το αμερικανικό όνειρο αιώνες πριν καν ανακαλυφθεί η Αμερική, τόσο μπροστά.
Αυτό το γεγονός οδήγησε τον Δημοσθένη να τα βάλει με τον Ανδροτίωνα που εισήγαγε ψήφισμα να στεφανωθεί η Βουλή των Πεντακοσίων, παρότι δεν είχε κατορθώσει να κατασκευάσει τον απαιτούμενο αριθμό πλοίων. (Κυρίως όμως τα έβαλε μαζί του, γιατί ήταν πολιτικοί αντίπαλοι και όχι γιατί δεν παρέδωσε τις τριήρεις που έπρεπε ή γιατί το C4i που παρήγγειλε δεν λειτουργούσε, ας είμαστε ειλικρινείς).
Ξύλο για μια πόρνη
© iStock
Δύο Αθηναίοι, κολλητοί και με αποδείξεις (ο ένας βοήθησε τον άλλον να νικήσει με λαμογιά στα Διονύσια, ψηφίζοντας υπέρ του ως κριτής) εξαγόρασαν μια δούλα, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ο πρώτος την εξαγόρασε και συμφώνησε να τη μοιραστεί 50-50 με το φίλο του.
Τώρα γιατί συμφώνησε σε κάτι τέτοιο είναι λίγο περίπλοκο, έχει να κάνει με μια εισφορά που τους παρουσιάστηκε να πληρώσουν από κοινού, την «αντίδοση» που συμφώνησαν στη συνέχεια -κάτι σαν ανταλλαγή περιουσιών στην αρχαία Αθήνα- στο ότι το μετάνιωσαν μετά και ξαναδώσαν πίσω τις περιουσίες τους, γενικά είναι λίγο χάσιμο, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι ότι ο πρώτος δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί πια την κοπέλα με τον φίλο του και όταν εκείνος έφτασε ένα βράδυ σπίτι του, λιώμα, παρέα με άλλους μεθυσμένους, με αυλητρίδες κτλ και θέλησε να κάνει με την παρέα του στη δούλα αυτά που κάνουν σε κάποιες εξτρήμ κατηγορίες στο Pornhub, έφαγε άκυρο.
Και έφαγε άκυρο και απ’ την κοπέλα, η οποία είχε αρχίσει να παριστάνει την ερωτευμένη στον πρώτο. Εκείνος την υποστήριξε, λέγοντας ότι είχε τελειώσει πια η «εκμίσθωσή» της, οπότε ήταν ελεύθερη να διαλέξει η ίδια, αν ήθελε να κάνει σεξ ή όχι με τον κατηγορούμενο. Αρκετά τίμιο και λογικό θα πούμε εμείς.
Εκεί ο άλλος ψιλοτρελάθηκε, ξυλοκόπησε βαριά τον πρώην φίλο του και βρέθηκε κατηγορούμενος στο δικαστήριο για την απόπειρα δολοφονίας του. Εκείνος επέμενε στην αθωότητά του και μάλιστα για να αποδείξει ότι είχε 100% δίκιο, ζήτησε από τους δικαστές να φέρουν τη δούλα και να τη βασανίσουν, προκειμένου να τους πει την αλήθεια, κάτι απολύτως νόμιμο. Ναι, επιτρεπόταν να υποβλυθεί σε βασανιστήρια ένας δούλος για να ομολογήσει στο δικαστήριο, όχι όμως και ένας ελεύθερος πολίτης. Μπράβο, λοιπόν, στον Μεσαίωνα που επέβαλλε τον βασανισμό στα δικαστήρια σε όλους ανεξαιρέτως, δικαιοσύνη, να πούμε και κάτι καλό, όχι μόνο τα αρνητικά, τις φωτιές και τη γη που δεν γύριζε. Τεσπά.
Επειδή πάντως το πράγμα δεν ήταν καθόλου απλό -αν καταδικαζόταν θα έχανε την περιουσία του και θα εξοριζόταν- ζήτησε τη βοήθεια του Λυσία, του Αλέξη Κούγια με χλαμύδα και λιγότερα νεύρα της εποχής. Και ακριβώς στο λόγο Περί Τραύματος εκ Προνοίας που συνέταξε ο Λυσίας σώζονται αυτές οι πληροφορίες.