Breaking News

Ο Ε.Μασκ ζήτησε την ποινική δίωξη του Αμερικανού «Τσιόδρα» Α.Φάουτσι μετά την παραδοχή ότι οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν έρευνα για ιούς στην Κίνα


Οι αποκαλύψεις από το αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) ενώπιον της Επιτροπής του Κογκρέσου έχουν προκαλέσει σημαντική αναταραχή στις ΗΠΑ. 

Ο Lawrence Tabak, αναπληρωτής διευθυντής του NIH, παραδέχθηκε δημόσια ότι οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν έρευνες στο Ινστιτούτο Ιολογίας της Γιουχάν πριν την εμφάνιση της πανδημίας του COVID-19. Αυτές οι έρευνες αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο φυσικοί κορωνοϊοί θα μπορούσαν να γίνουν πιο μολυσματικοί και να μεταδοθούν στον άνθρωπο.

Η παραδοχή αυτή ήρθε μετά από τέσσερα χρόνια υπεκφυγών από ομοσπονδιακούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του Άντονι Φάουτσι, πρώην διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων (NIAID). Ο Φάουτσι είχε αρνηθεί επανειλημμένα ότι υπήρχε χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ για έρευνες που τροποποιούν τους ιούς ώστε να τους κάνουν πιο μολυσματικούς.

Ο Έλον Μασκ αντέδρασε έντονα σε αυτή την αποκάλυψη και, μέσω ανάρτησής του στο X (πρώην Twitter), ζήτησε την ποινική δίωξη του Φάουτσι, κατηγορώντας τον για παραπλάνηση σχετικά με τη χρηματοδότηση των ερευνών στη Γιουχάν. Ο Μασκ υποστήριξε ότι οι παραδοχές του Tabak δείχνουν ότι οι ΗΠΑ ήταν εμπλεκόμενες σε αμφιλεγόμενη έρευνα, η οποία θεωρείται επικίνδυνη και ικανή να προκαλέσει πανδημίες.

Η συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής του Κογκρέσου επικεντρώθηκε στην έννοια της “έρευνας κέρδους λειτουργίας” (gain-of-function research), που σημαίνει την τροποποίηση οργανισμών ώστε να αυξάνεται η μεταδοτικότητα ή η παθογένεια τους. Ο Tabak επιβεβαίωσε ότι αυτή η έρευνα πραγματοποιήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ μέσω ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έδρα το Μανχάταν, αν και προσπάθησε να υποβαθμίσει τον κίνδυνο της έρευνας αυτής.

Οι αποκαλύψεις αυτές εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την πολιτική χρηματοδότησης έρευνας από τις ΗΠΑ, καθώς και τον ρόλο των επιστημόνων και των αξιωματούχων στην παγκόσμια υγειονομική κρίση. Οι επιπτώσεις των δηλώσεων αυτών αναμένεται να έχουν ευρείες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, ενώ το θέμα παραμένει στο επίκεντρο της δημόσιας και πολιτικής συζήτησης στις ΗΠΑ.