Χρονολογία-τοποθεσία
Η πολιορκία έλαβε χώρα τον χειμώνα του 327π.Χ προς την άνοιξη του 326 π.Χ. Η τοποθεσία ταυτίσθηκε ικανοποιητικά με το σύγχρονο βουνό Πιρ-Σαρ (Pir-Sar) στο διαμέρισμα Σουάτ, στο Πακιστάν, από τον Άουρελ Στάιν (Sir Aurel Stein) το 1926, και έχει επιβεβαιωθεί και από τους αρχαιολόγους.
Το Πιρ-Σαρ βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ινδού ποταμού και βόρεια του ποταμού Μπουνέρ (Buner) στο βόρειο Πακιστάν, πολύ κοντά στα σημερινά σύνορα με το βόρειο Αφγανιστάν, βόρεια της πόλης Άττοκ ή Αττόκ (Attock) της Πενταποταμίας (της σημερινής περιοχής Παντζάμπ του Πακιστάν).
Η Άορνος Πέτρα και οι ινδικές δυνάμεις που την περιφρουρούσαν αποτελούσαν σαφώς απειλή για τη γραμμή τροφοδοσίας των στρατευμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία απλωνόταν, επικίνδυνα ευάλωτη, πάνω από τον μεγάλο ορεινό όγκο της νοτιο-κεντρικής Ασίας, την οροσειρά του Ινδοκαυκάσου (Χίντου Κους ή Ινδοκούς), ως πίσω στο σημερινό Μπαλκ ή Μπαλχ (αρχαία ελληνικά: Ζαρίασπα ή Βάκτρα).
Ο Αρριανός αναφέρει ως κυριότερη αιτία της πολιορκίας την ηρωική επιθυμία που είχε ο Μέγας Αλέξανδρος να ξεπεράσει, ως απόγονός του, τον ίδιο τον Ηρακλή, ο οποίος φέρεται να είχε αποτύχει να την καταλάβει κατά το μυθολογικά παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Αρριανό («Αλεξάνδρου Ανάβασις»), η Άορνος Πέτρα βρισκόταν μεταξύ του Γουραίου ποταμού και της κοιλάδας του Ινδού ποταμού. Ο Γουραίος ποταμός βρίσκεται μεταξύ του Ιμάου όρους (σημερινά δυτικά Ιμαλάια στο βόρειο Πακιστάν) και του Σουάστη ποταμού (σημερινός Σουάτ ή Swat, στο ΒΔ Πακιστάν), ο οποίος βρίσκεται μετά τον Υδάσπη ποταμό (σημερινός Τζέλουμ), της περιοχής Παντζάμπ στο ΒΑ Πακιστάν.
Ιστορικό πλαίσιο – υπόβαθρο πριν την πολιορκία
Είναι γνωστό από τους ιστορικούς που ακολουθούσαν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία, ότι, στην προέλαση προς τα ανατολικά, η κύρια δύναμη του μακεδονικού στρατού φαίνεται να πέρασε μέσω του Κυβέριου Περάσματος (Khyber Pass) το οποίο ήταν και είναι ένα πέρασμα μεταξύ των βουνών, που σήμερα συνδέει το σύγχρονο Αφγανιστάν με το Πακιστάν. Ωστόσο, μια μικρότερη δύναμη, υπό την αρχηγία του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρασε από μια άλλη βόρεια διαδρομή, συναντώντας στον δρόμο της, τον χειμώνα του 326 π.Χ., το φρούριο της Αόρνου.
Η τοποθεσία αυτή είχε υψηλή μυθολογική σημασία για τους Έλληνες, καθώς, σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής είχε αποτύχει να την καταλάβει, Είχε προηγηθεί ή κατάληψη των Ώρων η οποία πιθανολογείται ότι βρισκόταν κάπου στη δυτική όχθη του Ινδού). Η τελευταία αυτή επιτυχία των Μακεδόνων ήταν σημαντική διότι οι υπερασπιστές των Βαζίρων αντελήφθησαν ότι ήταν σε δυσχερή θέση και αφού εγκατέλειψαν νύχτα την πόλη τους κατέφυγαν σε οχυρή τοποθεσία. Το ίδιο έπραξαν και άλλοι Ινδοί οι οποίοι εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις τους και κατέφευγαν σε το φυσικό φυσικό οχυρό της Αόρνου Πέτρας.
Ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας στο μεταξύ οχύρωσαν την Οροβάτιδα (σήμερα Πεσαβάρ ή Πεσαουάρ) και έζευξαν με γέφυρα τον Ινδό ποταμό. Ο Μέγας Αλέξανδρος, αφού μετέτρεψε σε φρούρια τα Ώρα και τα Μάσσαγα (σημ. Τσακνταρά), οχύρωσε τα Βάζιρα ως πόλη, μετέβη στον Ινδό όπου είχε καταληφθεί η πόλη Πευκελαώτιδα και ακολουθούμενος από τους Ινδούς διοικητές της περιοχής, Κωφαίο και Ασσαγέτη, κατέλαβε πολλές μικρές παραποτάμιες πόλεις. Στα Εμβόλιμα, κοντά στην Άορνο Πέτρα, εγκατέστησε τον στρατηγό Κρατερό με διαταγές να συγκεντρώσει εφόδια για μακρόχρονη πολιορκία. Σε περίπτωση, που η Άορνος Πέτρα δεν έπεφτε με έφοδο, θα επεδίωκε την εξάντληση των υπερασπιστών της.
Με τους τοξότες, τους Αγριάνες, την τάξη του Κοίνου, τους καλύτερους και ελαφρύτερους πεζούς, περί τους 200 εταίρους και 100 ιπποτοξότες ο Μέγας Αλέξανδρος κινήθηκε από τα Εμβόλιμα ξανά προς την Άορνο Πέτρα και στρατοπέδευσε εκεί κοντά. Την επομένη μετακίνησε το στρατόπεδο ακόμη πιο κοντά στον βράχο.
Τότε τον πλησίασαν μερικοί ντόπιοι και προσφέρθηκαν έναντι αμοιβής (κατά άλλους ήταν αυτόμολοι), να του υποδείξουν το πιο ευπρόσβλητο σημείο του βράχου. Εκείνος έστειλε μαζί τους τον Πτολεμαίο (μετέπειτα βασιλιά της Αιγύπτυ) με τους Αγριάνες, τους άλλους ψιλούς και μερικούς επίλεκτους υπασπιστές με διαταγές να καταλάβουν την περιοχή, να εγκαταστήσουν φρουρά και να τον κρατούν ενήμερο. Ο Πτολεμαίος πέρασε από ένα δύσκολο δρομολόγιο, δεν έγινε αντιληπτός από τις δυνάμεις των Ινδών, κατέλαβε τον αντικειμενικό σκοπό του και οχύρωσε το στρατόπεδό του με τάφρο και χάρακα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είδε τον πυρσό που άναψε ο Πτολεμαίος και την επομένη ξεκίνησε να τον συναντήσει. Όμως οι Ινδοί, που γνώριζαν καλά την κακοτράχαλη περιοχή, προέβαλαν σκληρή αντίσταση και τον εμπόδισαν. Ο Μέγας Αλέξανδρος αναδιπλώθηκε και εκείνοι στράφηκαν κατά του Πτολεμαίου πιστεύοντας ότι τον είχαν αποκόψει. Η επίθεση των Ινδών ήταν σφοδρότατη και παρότι υστερούσαν έναντι των Μακεδόνων σε τοξεύματα, χρειάστηκε να πέσει η νύχτα για να υποχωρήσουν.
Ήταν φανερό ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε να ενωθεί με τον Πτολεμαίο. Έστειλε λοιπόν μήνυμα με έναν πιστό Ινδό αυτόμολο και με το πρώτο φως της επομένης ημέρας ξεκίνησε στο δρομολόγιο, που είχε ακολουθήσει και ο Πτολεμαίος.
Κατά το μεσημέρι ήρθαν σε επαφή με τους Ινδούς, που βρέθηκαν πλέον μεταξύ των τμημάτων του Πτολεμαίου και του Αλεξάνδρου. Οι Ινδοί πολέμησαν και πάλι πολύ σκληρά, αλλά οι Μακεδόνες δεν καταπονήθηκαν πολύ, επειδή τα τμήματα κρούσης του Αλεξάνδρου διαδέχονταν το ένα το άλλο κατά κύματα. Τελικά, με μεγάλη δυσκολία και μόλις κατά το σούρουπο κατάφεραν να απωθήσουν όλους τους Ινδούς από το πέρασμα.
Οχύρωση
Η περιοχή της Αόρνου , ήταν μια καλά ενισχυμένη οχυρή θέση, στο βουνό με τα αρκετά στενά φαράγγια, σε μία στροφή του άνω ρου του Ινδού ποταμού. Το φρούριο βρισκόταν σε μια επίπεδη κορυφή στην οποία υπήρχε επάρκεια νερού που παρέχονταν από φυσικές πηγές και ήταν αρκετά ευρύ, ώστε να καλλιεργείται. Οι φύλακές του πίστευαν ότι δεν κινδύνευαν από ασιτία σε περίπτωση επίθεσης – πολιορκίας.
Οι αρχαίες πηγές δεν συμφωνούν όλες στην περιγραφή αυτού του οχυρού:
Κατά τον Αρριανό η Άορνος Πέτρα ήταν βράχος απρόσβλητος και η μοναδική πρόσβαση ήταν ένα μονοπάτι, τεχνητό και δύσβατο. Το πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση τονίζεται από το ελληνικό της όνομα (Ἄ-ορνος), που δηλώνει ότι ούτε «ὄρνις», δηλαδή πουλί, δεν μπορούσε να την πατήσει.
Ωστόσο πιθανόν και να πρόκειται για εσφαλμένη ετυμολογία, διότι ακουστικά πολύ κοντά στο ελληνικό «άορνος» βρίσκεται το σανσκριτικό «αβάρνα »ή «αβαράνα», που σημαίνει φρούριο ή κρησφύγετο. Κατά τον Αρριανό, η Άορνος Πέτρα είχε περιφέρεια περί τα 200 στάδια (37 χιλιόμετρα) και ύψος στο χαμηλότερο σημείο της 11 στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα). Στην κορυφή του βράχου άφθονο νερό άρδευε δάση και γη η οποία ήταν εύφορη και αρκετή για να δουλέψουν 1.000 άνθρωποι. Δηλαδή ήταν τεράστια η δυσκολία για τους πολιορκητές και απίστευτη η άνεση για τους πολιορκημένους.
Κατά τον Διόδωρο, ήταν κυκλικός βράχος, ύψους 16 σταδίων (περίπου 3.000 μέτρων), περιφέρειας 100 σταδίων (περίπου 18,5 χιλιόμετρα), άρα επιφάνειας περί τα 27 τχμ και στους νότιους πρόποδές του έρεε ο Ινδός (ποταμός).
Ο Κουίντος Κούρτιος Ρούφος συμφωνεί ότι στους πρόποδες έρεε ο Ινδός, αλλά την περιγράφει ως κακοτράχαλη, κωνική και με μυτερή απόληξη. Πρέπει να θυμίσουμε ότι την επιβεβαιωμένη περιγραφή του Αρριανού ο Κούρτιος την έχει δώσει νωρίτερα και εσφαλμένα σε κάποιο φυσικό οχυρό της Αρείας.
Πολιορκία
Φάση 1η: Γειτονικές φυλές που αυτομόλησαν ή χρηματίσθηκαν, παραδόθηκαν ή συμμάχησαν με τον Μέγα Αλέξανδρο και προσφέρθηκαν να τον οδηγήσουν στο καλύτερο σημείο πρόσβασης του φρουρίου της Αόρνου Πέτρας. Ολόκληρη η στρατιά πλέον προέλασε προς το σημείο της Αόρνου Πέτρας, που τους υπέδειξαν οι Ινδοί αυτόμολοι, και στρατοπέδευσε.
Ο Πτολεμαίος που έγραψε το βιβλίο «Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου», το οποίο δεν σώθηκε, αλλά αναφέρεται στο έργο του Αρριανού, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», και ο γραμματέας και στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Ευμένης ο Καρδιανός, των οποίων τα κείμενα παρείχαν τις βασικές βιβλιογραφικές αναφορές για όλα αυτά στους μεταγενέστερους, πιστοποιούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ενίσχυσε τις δυνάμεις του που στρατοπέδευαν προς τα δυτικά και τις περιφρούρησε με φράκτη και τάφρο.
Αυτό αυξάνει την πιθανότητα στην περιοχή να ιδρύθηκε μια ακόμα Αλεξάνδρεια πόλη με τα χαρακτηριστικά της μακεδονικής φρουράς, με το όνομα Αλεξάνδρεια Άορνος ή Αλεξάνδρεια Αόρνου Πέτρας, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει σχετική αρχαιολογική επιβεβαίωση. Τα σήματα φωτιάς που χρησιμοποιούσε το μακεδονικό σώμα προειδοποίησαν επίσης τους υπερασπιστές της Αόρνου Πέτρας με αποτέλεσμα να χρειαστούν δύο ημέρες επιπλέον αψιμαχίες στα στενά φαράγγια και τον Αλέξανδρο να εξαναγκάζεται σε ανασύνταξη των δυνάμεών του.
Φάση 2η: Ο Αλέξανδρος διατάσσει τους στρατιώτες του να κατασκευάσουν από 100 πασσάλους ο καθένας, ώστε το μηχανικό σώμα να κλείσει με πρόσχωση τη χαράδρα ανάμεσα στο στρατόπεδό του και την Άορνο Πέτρα. Στη βόρεια ευάλωτη πλευρά που οδηγούσε προς το φρούριο, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι καταπέλτες του συνάντησαν ως εμπόδιο μια βαθιά χαράδρα.
Προκειμένου να προχωρήσουν οι πολιορκητικές μηχανές και να γεφυρωθεί το φαράγγι, κατασκευάστηκε από το μηχανικό σώμα, ένα χωμάτινο ανάχωμα με ξυλουργικές εργασίες, φερτά υλικά και χώμα. Οι εργασίες του μηχανικού σώματος των πρώτων ημερών δημιούργησαν ένα ανάχωμα 50 μέτρων (50 m ~ 60 γιάρδες) και την πιθανότητα της επιτυχίας μιας πολιορκίας πιο κοντά, αλλά η αντιστήριξη που δημιουργήθηκε βιαστικά προς τις πλευρές του φαραγγιού κατέρρευσε και κατακρημνίστηκε πέφτοντας απότομα προς τα κάτω, με αποτέλεσμα η αρχική πρόοδος που είχε συντελεστεί να αρχίσει να επιβραδύνεται.
Με το πρώτο φως της ημέρας οι στρατιώτες διατάχθηκαν να κόψουν από 100 πασσάλους ο καθένας. Μετά, πρώτος ο Αλέξανδρος άρχισε να ρίχνει χώμα στη πλαγιά από την κορυφή του λόφου, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, για να δημιουργήσει πρόχωμα. Ήθελε να φτάσει στο ύψος του βράχου, ώστε τα τοξεύματά του να πλήττουν τους οχυρωμένους Ινδούς. Την πρώτη μέρα το πρόχωμα προχώρησε περί το ένα στάδιο (περίπου 185 μ). Τις επόμενες δύο μέρες οι εργασίες προχώρησαν υπό την κάλυψη καταπελτών από το σταθερό έδαφος και σφενδονητών από το πρόχωμα, που απέκρουαν τις επιθέσεις Ινδών κατά των εργαζομένων στην πρόσχωση.
άση 3η: Την τέταρτη μέρα της πολιορκίας μερικοί Μακεδόνες καταλαμβάνουν ένα ύψωμα που είχε το ίδιο ύψος με την Άορνο Πέτρα. Ο Αλέξανδρος διατάσσει το μηχανικό σώμα να στρέψει την πρόσχωση προς εκείνο το ύψωμα, ώστε τα τοξεύματά του να εξαπολύονται κατά των Ινδών από το ίδιο ύψος με εκείνους. Παρ ‘όλα αυτά, στο τέλος της τρίτης ημέρας, ένα χαμηλός χωμάτινος λόφος συνέδεε πλέον με το πλησιέστερο άκρο του βουνού του Πιρ Σαρ και ήταν εφικτή η έναρξη της πολιορκίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος επικεφαλής στην πρώτη γραμμή έδωσε το πρόσταγμα της επίθεσης, ενώ σύντομα η πρώτη δύναμη κρούσης αποκρούστηκε με την ρήψη ογκόλιθων που εκτοξεύονταν από πάνω προς τα κάτω.
Φάση 4η: Οι Ινδοί εκπλήσσονται από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα των Μακεδόνων. Ζητούν διαπραγματεύσεις, αλλά στην πραγματικότητα θέλουν να κωλυσιεργήσουν, για να εγκαταλείψουν την Άορνο μέσα στη νύχτα. Ο Αλέξανδρος το πληροφορείται, δεν κάνει τίποτα για να εμποδίσει, αλλά στήνει ενέδρες και τους κατακόπτει κατά τη φυγή τους. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η πρόσχωση τελικά έφτασε μέχρι το ύψος της Αόρνου Πέτρας, άλλωστε δεν ήταν πια απαραίτητο μετά την ήττα των Ινδών. Οι Ινδοί είχαν μείνει έκπληκτοι από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα του μηχανικού των Μακεδόνων και ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε ότι σκόπευαν να κωλυσιεργήσουν μέχρι το βράδυ, οπότε θα ξεγλιστρούσαν από τον βράχο, τους διευκόλυνε στην απαγκίστρωση.
Απώλειες
Ο Μέγας Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την πολιορκία της Αόρνου Πέτρας, σκοτώνοντας μερικούς φυγάδες που δεν παραδόθηκαν, σύμφωνα με τον σύγχρονο βιογράφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ρόμπιν Λέιν Φοξ. Είχε στήσει ενέδρες, τους επετέθη και σκότωσε πολλούς κατά τη φυγή τους, όπως λέει ο Αρριανός. Κατά τον Διόδωρο απλώς τους άφησε να διαφύγουν, αλλά αυτή η εκδοχή δεν είναι συνεπής με τη γενικότερη τακτική του. Ίσως ο Διόδωρος θέλησε να αντισταθμίσει την αρνητική εικόνα που δίνει για τον Αλέξανδρο, με τη σφαγή των Ινδών μισθοφόρων, οι οποίοι είχαν συνθηκολογήσει όταν πολιόρκησε τα Μάσσαγα.
Ο Κούρτιος δεν αναφέρει τίποτα για τη μετάβαση του Αλεξάνδρου από την Άορνο Πέτρα στον Ινδό ποταμό και ξανά πίσω, ούτε για την προετοιμασία μακρόχρονης πολιορκίας, ούτε για την αντίσταση στην προσέγγιση του Αλεξάνδρου στην Άορνο Πέτρα, ενώ για την κατάληψή της λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν αναρριχητές, όπως και στη Σογδιανή Πέτρα. Λέει ότι οι Ινδοί προέβαλαν αποτελεσματική άμυνα, σκότωσαν αρκετούς αναρριχητές και πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες επί δύο ημέρες.
Εντούτοις για κάποιο λόγο, που δεν εξηγεί ο Ρωμαίος ιστορικός, την τρίτη νύχτα άρχισαν να εγκαταλείπουν το οχυρό. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε όλη τη στρατιά να αλαλάξει, οι Ινδοί πίστεψαν ότι δέχονταν γενική επίθεση, πανικοβλήθηκαν και προσπαθώντας να ξεφύγουν μέσα στο σκοτάδι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στους αδιάβατους γκρεμούς της περιοχής.
Μετά την πολιορκία
Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ανέβηκε στο φρούριο, πανηγυρικά, αφού ανασύρθηκε με σχοινί ως το γείσο των τειχών. Για τον εορτασμό των επινικείων χτίστηκαν ναός και θυσιαστήρια προς τη Νίκαια Αθηνά, τα ίχνη των οποίων εντοπίστηκαν από τον Άουρελ Στάιν το 1926. Κάπως έτσι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τον βράχο, τον οποίο ο μύθος ήθελε απόρθητο ακόμη και από τον Ηρακλή. Πιθανόν να μην πρόκειται για τον Ηρακλή του ελληνικού πανθέου, κι ο Αρριανός πιστεύει ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό μύθο, τον οποίο η προπαγάνδα του Αλεξάνδρου ευχαρίστως υιοθέτησε για να μεγεθύνει το κατόρθωμά του.
Οι Ινδοί που τον καθοδήγησαν πήραν 80 τάλαντα ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Στην κορυφή του βράχου ο Αλέξανδρος κατασκεύασε φρούριο και εγκατέστησε ως φρούραρχο τον Σισίκοτο, έναν Ινδό αυτόμολο. Ο στόχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά την Άορνο στις αρχές της άνοιξης του επόμενου έτους 326 π.Χ., ήταν να συνδυάσει τις δυνάμεις του με αυτές του βασιλιά Ταξίλη, που ήταν βασιλιάς του ινδικού βασιλείου των Τάξιλα ή Ταξάσιλα (Takshaçila, εναντίον του γείτονά του βασιλιά Πώρου που ήταν ο βασιλιάς της περιοχής του ποταμού Υδάσπη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πλέον ελεύθερος να συνεχίσει την πορεία στην Πενταποταμία (σήμερα: Παντζάμπ) και η φήμη του αήττητου φαινόταν να δημιουργείται, μετά την Περσία, και στην Ινδία. Θα ακολουθούσε σύντομα η επίσης νικηφόρος Μάχη του Υδάσπη.