Breaking News

Πραιτωριανή Φρουρά: Μονάδα του στρατού, που χρησίμευαν ως προσωπικοί σωματοφύλακες και πράκτορες πληροφοριών για τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες.

Η Πραιτωριανή Φρουρά (Λατινικά: Cohortēs Praetōriae) ήταν μία μονάδα του Αυτοκρατορικού Ρωμαϊκού στρατού, που τα μέλη της χρησίμευαν ως προσωπικοί σωματοφύλακες και πράκτορες πληροφοριών για τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Κατά τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η Πραιτωριανή Φρουρά ήταν συνοδός υψηλόβαθμων πολιτικών αξιωματούχων (συγκλητικών και διευθυντών, procuratores) και σωματοφύλακες των ανώτερων αξιωματικών των ρωμαϊκών λεγεώνων. Το έτος 27 π.Χ., μετά τη μετάβαση της Ρώμης από Δημοκρατία σε Αυτοκρατορία, ο πρώτος Αυτοκράτορας της Ρώμης, ο Οκταβιανός Αύγουστος, όρισε τους Πραιτωριανούς ως προσωπική του συνοδεία ασφαλείας. Για τρεις αιώνες, οι φρουροί του Ρωμαίου Αυτοκράτορα ήταν επίσης γνωστοί για τις ανακτορικές μηχανορραφίες τους, με τις οποίες επηρέαζαν την αυτοκρατορική πολιτική. Οι Πραιτοριανοί μπορούσαν να ανατρέψουν έναν Αυτοκράτορα και στη συνέχεια να ανακηρύξουν τον διάδοχό του ως νέον Καίσαρα της Ρώμης. Το 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος Α΄ διέλυσε την Πραιτωριανή Φρουρά και κατέστρεψε τους στρατώνες της, τους Στρατώνες των Πραιτωριανών (Castra Praetoria).

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (509–27 π.Χ.) η Πραιτωριανή Φρουρά ξεκίνησε ως σωματοφυλακή των Ρωμαίων στρατηγών. Η πρώτη ιστορική καταγραφή των Πραιτωριανών είναι ως σωματοφύλακες της οικογένειας των Σκιπιώνων, π. το 275 π.Χ. Στρατηγοί με imperium (απεριόριστη εξουσία διοίκησης ενός στρατού) κατείχαν επίσης δημόσιο αξίωμα, είτε ως αξιωματούχοι είτε ως αντικαταστάτες αξιωματούχοι, με το καθένα να έχει ραβδούχους (lictores) για την προστασία τού κατόχου τού αξιώματος. Στην πράξη, τα αξιώματα του Ρωμαίου υπάτου και του ανθυπάτου είχαν 12 ραβδούχους το καθένα, ενώ τα αξιώματα τού πραίτορα και τού αντιπραίτωρα είχαν από 6 ραβδούχους το καθένα. Ελλείψει ορισμένης, μόνιμης προσωπικής σωματοφυλακής, ανώτεροι αξιωματικοί τού πεζικού προστατεύοντο με προσωρινές μονάδες σωματοφυλακής από επιλεγμένους στρατιώτες. Στην Εντεύθεν Ιβηρία (Hispania Citerior), κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νουμαντίας (134–133 π.Χ.), τον στρατηγό Σκιπίωνα Αιμιλιανό προστάτευε μία μονάδα 500 στρατιωτών από επιθέσεις, που αποσκοπούσαν στη δολοφονία των Ρωμαίων διοικητών πεζικού.

Στο τέλος του έτους 40 π.Χ., δύο από τους τρεις συγκυβερνήτες που αποτελούσαν τη Β΄ Τριανδρία, ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος, είχαν Πραιτοριανούς Φρουρούς. Ο Οκταβιανός εγκατέστησε τους Πραιτωριανούς του μέσα στο όριο της πόλης (pomerium), το θρησκευτικό και νομικό όριο της Ρώμης, και αυτή ήταν η πρώτη φορά που τα στρατεύματα ήταν μόνιμα ως φρουρά στη Ρώμη. Στην Ανατολή, ο Mάρκος Αντώνιος διοικούσε τρεις κοόρτες. Το 32 π.Χ. ο στρατηγός Μάρκος Αντώνιος έκοψε νομίσματα προς τιμήν της Πραιτωριανής Φρουράς του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ορόσιο, ο Οκταβιανός διοικούσε πέντε κοόρτες στη μάχη του Ακτίου το 31 π.Χ. και, στον απόηχο του ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου, ο νικητής Οκταβιανός συνένωσε τις δυνάμεις του με τις δυνάμεις του Μάρκου Αντώνιου, ως σύμβολο της πολιτικής τους επανένωσης. Αργότερα, ως Αύγουστος, ο Οκταβιανός, πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας (27 π.Χ.– 14 μ.Χ.), διατήρησε τους Πραιτωριανούς ως αυτοκρατορική σωματοφυλακή του. Έπειτα, στις μεγαλύτερες εκστρατείες του ρωμαϊκού στρατού της ύστερης Δημοκρατίας, η προσωπική μονάδα σωματοφυλακής ήταν ο κανόνας για έναν διοικητή πεζικού. Στο στρατόπεδο, η πραιτωριανή κοόρτη (cohors praetoria), μία ομάδα πραιτοριανών που φρουρούσαν τον διοικητή, ήταν τοποθετημένη κοντά στο πραιτώριον (praetorium), η σκηνή του διοικητή.

Οι λεγεωνάριοι γνωστοί ως Πραιτωριανή Φρουρά ήταν οι πρώτοι επιλεγμένοι βετεράνοι του ρωμαϊκού στρατού, που υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες του Αυτοκράτορα. Πρώτα ιδρυμένη από τον Aύγουστο, η Φρουρά τον συνόδευε σε ενεργές εκστρατείες και υπηρετούσαν ως μυστική αστυνομία, προστατεύοντας τις δημόσιες διοικήσεις και το κράτος δικαίου που επιβλήθηκε από τη Σύγκλητο και τον Αυτοκράτορα. Η Πραιτωριανή Φρουρά διαλύθηκε τελικά από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α’ τον 4ο αι. Ήταν διαφορετική από την Αυτοκρατορική Γερμανική Σωματοφυλακή (Germani corporis custodes), που παρείχε στενή προσωπική προστασία στους πρώτους Ρωμαίους Αυτοκράτορες.

 

Επωφελούντο από πολλά πλεονεκτήματα λόγω της στενής εγγύτητάς τους με τον Αυτοκράτορα: οι Πραιτωριανοί ήταν οι μόνοι που γίνονταν δεκτοί, ενώ κρατούσαν όπλα, μέσα στο ιερό σύνορο της Ρώμης, το pomerium.

 

Η υποχρεωτική υπηρεσία τους ήταν μικρότερης διάρκειας, για παράδειγμα: 12 χρόνια ως Πραιτωριανοί αντί για 16 χρόνια στις λεγεώνες από το έτος 13 π.Χ., και στη συνέχεια έγινε 16 αντί 20 χρόνια το έτος 5 π.Χ. σύμφωνα με τον Τάκιτο.

 

Η αμοιβή τους ήταν μεγαλύτερη από αυτή ενός λεγεωνάριου. Υπό τον Νέρωνα, η αμοιβή ενός Πραιτωριανού ήταν τρεισήμισι φορές μεγαλύτερη από εκείνη ενός λεγεωνάριου, και αυξανόταν από τις πρόσθετες δωρεές (donativum) ανάρρησης, που χορηγούντο από κάθε νέον Αυτοκράτορα. Αυτή η πρόσθετη αμοιβή ήταν ίση με πολλά χρόνια αμοιβής και επαναλαμβανόταν συχνά σε σημαντικά γεγονότα της Αυτοκρατορίας ή σε εκδηλώσεις που άγγιζαν την αυτοκρατορική οικογένεια: γενέθλια, γεννήσεις και γάμους μελών της. Μεγάλες χρηματικές διανομές ή επιδοτήσεις τροφίμων ανανέωναν και αντιστάθμιζαν την πιστότητα των Πραιτωριανών μετά από κάθε αποτυχημένη απόπειρα συνωμοσίας (όπως αυτή της Μεσσαλίνας εναντίον του Κλαύδιου το 48 μ.Χ. ή του Πίσωνα κατά του Νέρωνα το 65 μ.Χ.). Οι Πραιτωριανοί λάμβαναν σημαντικά υψηλότερη αμοιβή [2] από άλλους Ρωμαίους στρατιώτες οποιαδήποτε λεγεώνας, σε ένα σύστημα γνωστό ως συν το ήμισυ της αμοιβής (sesquiplex stipendum), δηλ. η αμοιβή και το μισό αυτής. Έτσι, αν οι λεγεωνάριοι έπαιρναν 250 δηνάρια, οι φρουροί έπαιρναν 375 ετησίως. Ο Δομιτιανός και ο Σεπτίμιος Σεβήρος αύξησαν την αμοιβή (stipendum) σε 1.500 δηνάρια ετησίως, που διανέμονται τον Ιανουάριο, τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο.

 

Kαθώς ήταν φόβητρο για τον πληθυσμό και τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, οι Πραιτωριανοί δεν τύχαιναν συμπάθειας από τον ρωμαϊκό λαό. Ένα διάσημο ποίημα του Ιουβενάλη αναφέρει το καρφί, που άφησε στο πόδι του το σανδάλι ενός Πραιτωριανού, που ορμούσε δίπλα του. Η λέξη Πραιτωριανός έχει μία υποτιμητική έννοια στα γαλλικά, υπενθυμίζοντας τον συχνά ανήσυχο ρόλο τού Πραιτωριανού της αρχαιότητας.

 

Ιστορία

Στην αρχαία Ρώμη, οι πραίτορες ήταν είτε πολιτικοί, είτε στρατιωτικοί ηγέτες. Οι Πραιτωριανοί ήταν επίλεκτοι φρουροί αρχικά για στρατιωτικούς πραίτορες, υπό τη Δημοκρατία.[3] Καθώς τελείωσε η Δημοκρατία, ο πρώτος Αυτοκράτορας, ο Αύγουστος, δημιούργησε μία επίλεκτη φρουρά από πραιτωριανούς για την προστασία του.

 

Η πρώιμη Πραιτωριανή φρουρά διέφερε πολύ από εκείνη των μεταγενέστερων εποχών, η οποία έγινε ζωτική δύναμη στην πολιτική εξουσίας της Ρώμης. Ενώ ο Αύγουστος κατανοούσε την ανάγκη να έχει μία προστασία στη δίνη της Ρώμης, φρόντιζε να εμφανίζει μία Δημοκρατική εικόνα για το καθεστώς του. Έτσι επέτρεψε να σχηματιστούν μόνο εννέα κοόρτες, η καθεμία αποτελούμενη αρχικά από 500 άνδρες. Στη συνέχεια τους αύξησε σε 1.000 άνδρες την καθεμία, αλλά επέτρεψε να κρατούν τρεις μονάδες σε υπηρεσία ανά πάσα στιγμή στην πρωτεύουσα. Οργανώθηκε επίσης ένας μικρός αριθμός αποσπασμένων μονάδων ιππικού (turmae) από 30 άνδρες η καθεμία. Ενώ περιπολούσαν ανεπαίσθητα στο παλάτι και στα μεγάλα κτίρια, οι άλλοι πραιτωριανοί στάθμευαν στις πόλεις γύρω από τη Ρώμη. Αυτό το σύστημα δεν άλλαξε ριζικά με τον διορισμό από τον Αύγουστο το 2 π.Χ. δύο πραιτοριανών επάρχων, του Κουίντους Οστόριους Σκάπουλα και του Πόπλιου Σάλβιου Άπερ, αν και η οργάνωση και η διοίκηση ενισχύθηκαν. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο αριθμός των κοορτών αυξήθηκε σε 12 από 9 το 47 μ.Χ. Το 69 μ.Χ. αυξήθηκε για λίγο σε 16 κοόρτες από τον Βιτέλλιο, αλλά ο Βεσπασιανός τον μείωσε γρήγορα ξανά σε 9.[4]

 

Υπό τη δυναστεία των Ιουλίων-Κλαυδίων

Στη Ρώμη, το κύριο καθήκον τους ήταν να θέσουν τη φρουρά στην οικία του Αυγούστου στον Παλατίνο λόφο, όπου οι κεντηρίωνες και οι τούρμες της κοόρτης σε υπηρεσία έθεταν τη φρουρά έξω από το παλάτι του αυτοκράτορα (η εσωτερική φρουρά του παλατιού τοποθείτο από την Αυτοκρατορική Γερμανική Σωματοφυλακή, που συχνά αναφέρεται και ως Batavi, και τους Statores Augusti, ένα είδος στρατιωτικής αστυνομίας που βρισκόταν στο αρχηγείο του επιτελείου του Ρωμαϊκού Στρατού). Κάθε απόγευμα η κοόρτη του τριβούνου (tribunus cohortis) θα λάμβανε τον κωδικό πρόσβασης από τον Αυτοκράτορα προσωπικά. Τη διοίκηση αυτής της κοόρτης αναάμβανε απευθείας ο Αυτοκράτορας και όχι ο έπαρχος του Πραιτωρίου. Μετά την κατασκευή του Πραιτωριανού στρατοπέδου το 23 π.Χ., υπήρχε άλλος παρόμοιος τριβούνος σε υπηρεσία, που τοποθετήθηκε αντίστοιχα στο στρατόπεδο των Πραιτωρίων. Τα καθήκοντά τους περιελάμβαναν, μεταξύ πολλών, τη συνοδεία του Αυτοκράτορα και των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και, εάν χρειαζόταν, να ενεργούν ως ένα είδος αστυνομίας κατά των ταραχών. Ορισμένες αυτοκράτειρες διοικούσαν αποκλειστικά τη δική τους πραιτωριανή φρουρά.

Σύμφωνα με τον Τάκιτο, το έτος 23 π.Χ., υπήρχαν 9 πραιτωριανές κοόρτες (4500 άνδρες, ισοδύναμο μίας λεγεώνας) για να διατηρήσουν την ειρήνη στην Ιταλία. Τρεις ήταν τοποθετημένες στη Ρώμη και οι άλλες, κοντά.

Μία επιγραφή που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, αναφέρει ότι, προς το τέλος της βασιλείας τού Αυγούστου, ο αριθμός των κοορτών αυξήθηκε σε 12 για μία σύντομη περίοδο.[5] Αυτή η επιγραφή αναφερόταν σε έναν άνδρα, που ήταν π τριβούνος δύο διαδοχικών κοορτών: της 11ης κοόρτης, προφανώς στο τέλος της βασιλείας του Αυγούστου, και της 4ης στην αρχή της βασιλείας του Τιβέριου. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, υπήρχαν μόνο 9 κοόρτες το 23 μ.Χ. Οι τρεις αστικές κοόρτες, οι οποίες αριθμούντο στη σειρά μετά τις πραιτωριανές κοόρτες, αφαιρέθηκαν προς το τέλος της βασιλείας του Αυγούστου. Φαίνεται πιθανό, ότι οι τρεις τελευταίες πραιτωριανές κοόρτες απλώς μετονομάστηκαν σε αστικές κοόρτες.

Η πρώτη επέμβαση των Πραιτωριανών σε πεδίο μάχης στους πολέμους τού τέλους της Δημοκρατίας έγινε κατά τις εξεγέρσεις της Παννονίας και τις εξεγέρσεις της Γερμανίας. Με το τέλος τού Αυγούστου το 14 μ.Χ., ο διάδοχός του Τιβέριος βρέθηκε αντιμέτωπος με εξεγέρσεις στους δύο στρατούς της Παννονίας και τού Ρήνου, οι οποίοι διαμαρτύροντο για τις συνθήκες υπηρεσίας τους, σε σύγκριση με τους Πραιτωριανούς. Οι δυνάμεις της Παννονίας αντιμετωπίστηκαν από τον Δρούσο Ιούλιο Καίσαρα, γιο τού Τιβέριου (όχι τον Νέρωνα Κλαύδιο Δρούσο, αδελφό του Τιβέριου), συνοδευόμενος από δύο πραιτοριανές κοόρτς, το Πραιτωριανό Ιππικό και τους Αυτοκρατορικούς Γερμανούς Σωματοφύλακες. Η ανταρσία στη Γερμανία κατεστάλη από τον ανιψιό και διάδοχο τού Τιβέριου, τον Γερμανικό, ο οποίος αργότερα οδήγησε λεγεώνες και αποσπάσματα της Φρουράς σε μία διετή εκστρατεία στη Γερμανία και επέτυχε να ανακτήσει δύο από τους τρεις αετούς των λεγεώνων, λάβαρα που είχαν χαθεί στη μάχη τού Τευτοβούργιου δρυμού.

Ήταν υπό τον Τιβέριο που ο Σηιανός ανέβηκε στην εξουσία και ήταν από τους πρώτους επάρχους, που εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για να επιδιώξουν τις δικές του φιλοδοξίες. Συγκέντρωσε υπό τις διαταγές του όλες τις πραιτωριανές κοόρτες στο νέο στρατόπεδο. Ο Σηιανός κατείχε τον τίτλο του επάρχου από κοινού με τον πατέρα του, υπό τον Αύγουστο, αλλά έγινε μοναδικός έπαρχος το 15 μ.Χ. Χρησιμοποίησε αυτή τη θέση για να γίνει απαραίτητος για τον νέο Αυτοκράτορα Τιβέριο, ο οποίος δεν μπόρεσε να πείσει τη Σύγκλητο να μοιραστεί με αυτόν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο ο Σηιανός αποξένωσε τον Δρούσο, γιο του Τιβέριου, και όταν ο διάδοχος του θρόνου Γερμανικός απεβίωσε το 19 μ.Χ., ανησυχούσε ότι ο Δρούσος θα γινόταν ο νέος Αυτοκράτορας. Κατά συνέπεια δηλητηρίασε τον Δρούσο με τη βοήθεια τής συζύγου τού τελευταίου και στη συνέχεια ξεκίνησε αμέσως ένα αδίστακτο πρόγραμμα εξάλειψης εναντίον όλων των ανταγωνιστών, πείθοντας τον Τιβέριο να τον ορίσει διάδοχό του. Σχεδόν τα κατάφερε, αλλά το σχέδιό του αποκαλύφθηκε το 31 μ.Χ. και στη συνέχεια σκοτώθηκε. Ο Αυτοκράτορας Τιβέριος χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό τις αστικές κοόρτες (Cohortes urbanae), που δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Σηιανού.

Το 37 μ.Χ. ο Καλιγούλας έγινε Αυτοκράτορας με την υποστήριξη του Nαίβιου Σουτόριου Μάκρο, διαδόχου του Σηιανού ως επάρχου της Πραιτωριανής Φρουράς. Υπό τον Καλιγούλα, του οποίου η βασιλεία διήρκεσε μέχρι το 41 μ.Χ., η συνολική δύναμη της Φρουράς αυξήθηκε από 9 σε 12 Πραιτωριανές κοόρτες.

Το έτος 41, ήταν η απέχθεια και η εχθρότητα ενός πραιτοριανού τριβούνου, ονόματι Κάσσιος Χαιρέας –τον οποίο ο Καλιγούλας πείραζε χωρίς έλεος λόγω της τσιριχτής φωνής του– που οδήγησε στη δολοφονία του Αυτοκράτορα από αξιωματικούς της φρουράς. Ενώ ο Αυτοκρατορική Γερμανική Σωματοφυλακή απέλυσε όλους, σε μία έρευνα για να συλλάβει τους δολοφόνους, η Σύγκλητος κήρυξε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Οι Πραιτοριανοί, που λεηλατούσαν το Παλάτι, ανακάλυψαν τον Κλαύδιο, θείο του Καλιγούλα, κρυμμένο πίσω από ένα παραπέτασμα. Καθώς χρειάζοντο έναν Αυτοκράτορα για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, τον έφεραν στο στρατόπεδο των Πραιτωριανών και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα. Είναι ο πρώτος Αυτοκράτορας που ανακηρύχθηκε από την πραιτωριανή φρουρά και αποζημίωσε τους φρουρούς δωρίζοντάς τους μισθούς πέντε ετών. Οι Πραιτωριανοί συνόδευσαν τον Αυτοκράτορα Κλαύδιο στη Βρετανία το 43 μ.Χ.

Όταν ο Κλαύδιος δηλητηριάστηκε, η Φρουρά μετέφερε την πίστη της στον Νέρωνα μέσω της επιρροής του πραιτοριανού επάρχου του Σέξτου Αφράνιου Μπούρου, ο οποίος άσκησε ευεργετική επιρροή στον νέο Αυτοκράτορα κατά τα πρώτα οκτώ χρόνια της βασιλείας του (ο Μπούρους απεβίωσε το 62 μ.Χ.). Αξιωματικοί της Φρουράς, συμπεριλαμβανομένου ενός από τους δύο διαδόχους τού Μπούρου ως επάρχου του Πραιτωρίου, συμμετείχαν στη συνωμοσία του Πίσο το έτος 65. Ο άλλος πραιτοριανός έπαρχος, ο Τιγκελίνος, ηγήθηκε της καταστολής της συνωμοσίας και η φρουρά αποζημιώθηκε με μία δωρεά 500 δηναρίων για κάθε άτομο.